- αυροσάλευτος
- η , ο [ος , ον ] колышущийся от ветра
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
αυροσάλευτος — η, ο αυτός που τον σαλεύει, που τον κινεί ελαφρά η αύρα … Dictionary of Greek